- ιεροφάντης
- ο , ιεροφάντις (-ιδος) η большой знаток
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ἱεροφάντης — hierophant masc nom sg ἱ̱εροφάντης , ἱεροφαντέω to be a imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) ἱεροφαντέω to be a imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιεροφάντης — Ανώτατος εκκλησιαστικός άρχοντας στην αρχαία Ελλάδα, ο οποίος γνώριζε όλα τα σχετικά με τη θρησκεία ζητήματα. Ήταν ο ιερατικός άρχοντας στη λατρεία των Ελευσίνιων μυστηρίων και ανήκε πάντα στο γένος των Ευμολπιδών. * * * ὁ (Α ἱεροφάντης και ιων.… … Dictionary of Greek
ιεροφάντης — ο 1. ο ανώτερος θρησκευτικός άρχοντας στην Ελευσίνα για τη λατρεία της Δήμητρας και της Κόρης. 2. βαθύς γνώστης επιστήμης ή τέχνης, που την ασκεί σαν ιεροτελεστία: Ιεροφάντης της τέχνης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἱεροφάνται — ἱεροφάντης hierophant masc nom/voc pl ἱεροφάντᾱͅ , ἱεροφάντης hierophant masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱροφάνται — ἱεροφάντης hierophant masc nom/voc pl (ionic) ἱροφάντᾱͅ , ἱεροφάντης hierophant masc dat sg (doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Иерофант — (ίεροφάντης) у древн. греков старший пожизненный жрец при елевсинских таинствах; должен был происходить из семьи Кериков или Евмолпидов; председательствовал на всех торжествах Деметры, посвящал в большие и малые мистерии и вместе с дадухом,… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
ἱεροφαντῶν — ἱεροφάντης hierophant masc gen pl ἱεροφαντέω to be a pres part act masc nom sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱεροφάνταις — ἱεροφάντης hierophant masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱεροφάντην — ἱεροφάντης hierophant masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱεροφάντου — ἱεροφάντης hierophant masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱεροφάντῃ — ἱεροφάντης hierophant masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)